- μικροπροχοΐδα
- ηχημ. μικρή προχοΐδα ακριβείας, εφοδιασμένη με πολύ λεπτό στόμιο, το οποίο επιτρέπει την εκροή σταγόνων εξαιρετικά μικρού μεγέθους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια ως προς το α΄ συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. microburette (βλ. μικρ[ο]-)].
Dictionary of Greek. 2013.